- ἀπ-ώμοσις
ἀπ-ώμοσις, ἡ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-ώμοσις, ἡ, dasselbe, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επώμοσις — ἐπώμοσις, ἡ (Μ) όρκος στο όνομα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ώμοσις (< όμννμι). Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek