ὀπᾱδεύω, = ὀπαδέω, ep. u. ion. ὀπηδεύω, folge n; μῆλα ὀπηδεύοντα νομῆϊ, Ap. Rh. 4, 974.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπαδεύω — ὀπαδεύω (Α) (δωρ. τ.) βλ. οπηδεύω … Dictionary of Greek
οπηδεύω — ὀπηδεύω, δωρ. τ. ὀπαδεύω (Α) [οπηδός] οπηδώ* … Dictionary of Greek