ἀπ-ᾱγορία

ἀπ-ᾱγορία

ἀπ-ᾱγορία, , der. = ἀπηγορία, Verbot, Pind. frg. 87.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • Cyprus in the Junior Eurovision Song Contest — Cyprus Member station CyBC National selection events National Selection A …   Wikipedia

  • Concours Eurovision de la chanson junior 2006 — 4e Concours Eurovision de la chanson junior Finale 2 décembre 2006 Présentateurs Andreea Marin Bănică, Ioana Ivan Télédiffuseur hôte TVR Lieu …   Wikipédia en Français

  • Chipre en el Festival de la Canción de Eurovisión Junior — Chipre Estación miembro CyBC Final Nacional Final Nacional Apariciones …   Wikipedia Español

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Κουρεώτις — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, κατά την οποία τα αγόρια γράφονταν στις φατρίες. Η γιορτή αυτή γινόταν την τρίτη ημέρα των Aπατουρίων (βλ. λ.) και οι πατέρες των παιδιών προσέφεραν τότε τη λεγόμενη θυσία του κουρείου. * * * Κουρεῶτις, ιδος, ἡ (Α) η τρίτη …   Dictionary of Greek

  • Τιθηνίδια — τὰ, Α εορτή τών τροφών στη Σπάρτη κατά την οποία οι τροφοί πήγαιναν τα αγόρια στο ιερό τής Κορυθαλλίας Αρτέμιδος για να τούς προσδώσει γονιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιθήνη «τροφός» + υποκορ. κατάλ. ίδιον / ίδια (πρβλ. επιταξ ίδια)] …   Dictionary of Greek

  • αγοροκόριτσο — το 1. κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού 2. ατίθασο, άτακτο κορίτσι που συναναστρέφεται με αγόρια 3. κορίτσι κακοαναθρεμμένο και ανάγωγο …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • αμάλλιαστος — και γος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος 2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά 3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό 4. (για αγόρια) ο μικρής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”