- ὀπίπης
ὀπίπης, ὁ, der Schauer, Gasser, kommt wohl nur in compp. vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπίπης, ὁ, der Schauer, Gasser, kommt wohl nur in compp. vor.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παιδοπίπης — παιδοπίπης, ὁ (Α) αυτός που κρυφοκοιτάζει πονηρά τα παιδιά, ο παιδεραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + οπίπης (< ὀπιπεύω*), πρβλ. παρθεν οπίπης] … Dictionary of Greek
πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
οινοπίπης — οἰνοπίπης, ὁ (Α) (κωμ. λ. που σχηματίστηκε κατά τα γυναικοπίπης, παιδοπίπης, παρθενοπίπης) αυτός που στρέφει τα βλέμματα, που χάσκει στη θέα τού κρασιού, αυτός που επιθυμεί πολύ το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ,… … Dictionary of Greek
παρθενοπίπης — ου, ό Α 1. αυτός που ορέγεται τις παρθένους, τις κοπέλες 2. αυτός που αποπλανεί παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + *οπιπή (< ὀπιπεύω «κοιτάζω με περιέργεια»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek