- ἀ-πέλεθρος
ἀ-πέλεθρος (πλέϑρον), unermeßlich, Hom. ἴς, Iliad. 5, 245. 7, 269 Od. 9, 538 ἶν' ἀπέλεϑρον; ἀπέλεϑρον ἀνέδραμε, unermeßlich weit zurück, Il. 11, 354; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πέλεθρος (πλέϑρον), unermeßlich, Hom. ἴς, Iliad. 5, 245. 7, 269 Od. 9, 538 ἶν' ἀπέλεϑρον; ἀπέλεϑρον ἀνέδραμε, unermeßlich weit zurück, Il. 11, 354; sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… … Dictionary of Greek