- ἀ-πέλαστος
ἀ-πέλαστος, unnahbar, ἵππος p. Plut. Symp. 9, 15, 2, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πέλαστος, unnahbar, ἵππος p. Plut. Symp. 9, 15, 2, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπέλαστος — ον, Α αυτός που τόν πλησιάζουν πολλοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πέλαστος (< πελάζω), πρβλ. δυσ πέλαστος] … Dictionary of Greek