ἀ-πέτηλος

ἀ-πέτηλος

ἀ-πέτηλος (πέτηλον), blätterlos, Gaetul. 3 (VI, 190).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέτηλος — ήλη, ον και πέταλος, άλη, ον, Α 1. εκτεταμένος, απλωμένος 2. μεγάλος, αυτός που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετᾱ τού πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω» + επίθημα λος (πρβλ. έκ η λος, κίβδ η λος)] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • πεταλίς — ίδος, ἡ, Α χοντρή γουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επί θ. πέτηλος «απλωμένος, μέγας» (πρβλ. τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. βοῦς πέτηλος). Το α τού τ. είναι πιθ. μακρό] …   Dictionary of Greek

  • πετήλας — πετήλᾱς , πέταλος fem acc pl (ionic) πετήλᾱς , πέταλος fem gen sg (doric ionic aeolic) πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem acc pl πετήλᾱς , πέτηλος outspread fem gen sg (doric aeolic) πετήλᾱς , πετήλη palm fem acc pl πετήλᾱς , πετήλη palm fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετήλων — πέταλος fem gen pl (ionic) πέταλος masc/neut gen pl (ionic) πέτηλον leaf neut gen pl πέτηλος outspread fem gen pl πέτηλος outspread masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτηλον — πέταλος masc acc sg (ionic) πέταλος neut nom/voc/acc sg (ionic) πέτηλον leaf neut nom/voc/acc sg πέτηλος outspread masc acc sg πέτηλος outspread neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • πέταλος — Μικρό νησί του Κορινθιακού κόλπου. Βρίσκεται στα αριστερά εκείνου που εισπλέει στον Πόρο της Αψηφιάς, που οδηγεί στο Γαλαξείδι. Οι παλιοί Γαλαξειδιώτες, μη έχοντας τα μέσα να στήσουν στον Π. φάρο, ύψωσαν άσπρο τοίχο, που με τη λευκότητα του,… …   Dictionary of Greek

  • προπέτηλον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεποίηται ἀπὸ τοῡ προπίπτειν». [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + πέτηλος, ήλη, ον «εκτεταμένος, απλωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • τριπέτηλος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία πέταλα ή τρία φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριπέτηλον το τριφύλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. καλλιπέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • πετήλοις — πέταλος masc/neut dat pl (ionic) πέτηλον leaf neut dat pl πέτηλος outspread masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”