- ἀπ-άρεστος
ἀπ-άρεστος, mißfällig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπ-άρεστος, mißfällig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρεστός — acceptable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek
αρεστός — ή, ό επίρρ. ά ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, συμπαθής: Ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δε σου είναι αρεστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρεστόν — ἀρεστός acceptable masc acc sg ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστοί — ἀρεστός acceptable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστούς — ἀρεστός acceptable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῆς — ἀρεστός acceptable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστή — ἀρεστός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῶς — ἀρεστός acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῷ — ἀρεστός acceptable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσθ' — ἀρεστά̱ , ἀρεστής masc nom/voc/acc dual ἀρεστά , ἀρεστής masc voc sg ἀρεστά , ἀρεστής masc nom sg (epic) ἀρεσταί , ἀρεστής masc nom/voc pl ἀρεστά , ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc pl ἀρεστά̱ , ἀρεστός acceptable fem nom/voc/acc dual ἀρεστά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)