ἀπ-άρτησις

ἀπ-άρτησις

ἀπ-άρτησις, , das Herabhangen, Clem. Al.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἄρτησις — equipment fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτησις — (I) ἄρτησις, η (Α) [αρτώ] η εξάρτηση, το κρέμασμα. (II) ἄρτησις, η (Α) [αρτέομαι] τα εξαρτήματα, ο εξοπλισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀρτήσεις — ἄρτησις equipment fem nom/voc pl (attic epic) ἄρτησις equipment fem nom/acc pl (attic) ἀρτάω fasten to aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀρτάω fasten to fut ind act 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱ρτήσεις , ἀρτάω fasten to futperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρτησιν — ἄρτησις equipment fem acc sg ἀρτάω fasten to pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… …   Dictionary of Greek

  • αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή …   Dictionary of Greek

  • ἀρτήσεως — ἀρτήσεω̆ς , ἄρτησις equipment fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”