- παρά-θεναρ
παρά-θεναρ, τό, s. παραίϑεναρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-θεναρ, τό, s. παραίϑεναρ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραίθεναρ — ένατος, τὸ Α στον πληθ. τὰ παραιθένατα (κατά τον Ησύχ.) το τμήμα τού χεριού από το μικρό δάχτυλο μέχρι τον καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραί (ποιητ. τ. τού παρά*) + θέναρ «παλάμη» (πρβλ. οπίσθεναρ)] … Dictionary of Greek