- ἀπο-βώμιος
ἀπο-βώμιος, fern vom Altare, gottlos, Κύκλωψ Eur. Cycl. 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βώμιος, fern vom Altare, gottlos, Κύκλωψ Eur. Cycl. 365.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… … Dictionary of Greek
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek
προβώμιος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πριν από τον βωμό ή αυτός που γίνεται μπροστά σε βωμό («φράζειν ἅ μὴ θέλουσιν ή προβωμίοις σφαγαῑσι μήλων ἢ δι οἰκνῶν πτεροῑς», Ευρ.) 2. ο τοποθετημένος πριν από άλλους σε βωμό ως προκαταρκτική θυσία 3. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek
αμφιβώμιος — ἀμφιβώμιος, ιον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται γύρω από τον βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + βώμιος < βωμός] … Dictionary of Greek