- ἀπο-βήσσω
ἀπο-βήσσω, aushusten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-βήσσω, aushusten, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπεβήσσετο — ἀπό βήσσω cough imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βήχας — Αντανακλαστικό φαινόμενο που συνίσταται στη βίαιη εκπνοή, με τη γλωττίδα αρχικά κλεισμένη, για να ανοίξει στη συνέχεια απότομα. Αποσκοπεί στην απομάκρυνση εκκριμάτων και ξένων σωμάτων από τις αεροφόρους οδούς. Το αντανακλαστικό του β.… … Dictionary of Greek
λύζω — (Α) 1. έχω λόξυγγα («οὔτε λύζων ἄνθρωπος, οὔτε χρεμπτόμενος», Λιβάν.) 2. εκβάλλω από φόβο ή από το κρύο τραχιά και σπασμωδική φωνή που μοιάζει με λυγμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λύζω με τον τ. λύγξ (II) (πρβλ. ἰύζω: ἴυγξ, βήσσω: βήξ) βρίσκονται σε μια σχέση … Dictionary of Greek