ἀπο-λῡμαίνομαι

ἀπο-λῡμαίνομαι

ἀπο-λῡμαίνομαι (λῡμα), dep. med., sich reinigen, bes. durch sühnende Bäder eine Befleckung abwaschen, Il. 1, 313. 314; Ap. Rh. 4, 702.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυμαίνομαι — (I) λυμαίνομαι (Α) [λύμα (I)] καθαρίζω κάτι από λύμα, από βρομιά, αφαιρώ τον ρύπο, κάνω κάτι καθαρό («πολλοὺς οἶδα ἰητρούς, οἳ πολλὰ ἤδη ἐλυμήναντο», Ιπποκρ.). (II) (AM λυμαίνομαι) βλ. λυμαίνω …   Dictionary of Greek

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • λυμαίνω — (AM λυμαίνω) [λύμη] μέσ. λυμαίνομαι επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά, βλάπτω, καταστρέφω, ρημάζω (α. «οι ληστές λυμαίνονταν την ύπαιθρο» β. «τὴν ἀκρίδα τὴν λυμαινομένην ἡμῶν τοὺς καρπούς», Συνέσ. γ. «οὐχ ὁ θεὸς τὸ σῶμα λυμαίνεται, ἀλλ ἡ νοῡσος»,… …   Dictionary of Greek

  • μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… …   Dictionary of Greek

  • περιλυμαίνομαι — Α λυμαίνομαι από κάθε μεριά, κακοποιώ πάρα πολύ κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”