- ἀπο-λᾱκέω
ἀπο-λᾱκέω, ein Geräusch machen, δακτύλοις, = ἀποκροτέω. Suid., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λᾱκέω, ein Geräusch machen, δακτύλοις, = ἀποκροτέω. Suid., l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀναπλακεῖν — ἀνά , ἀπό λάσκω ring aor inf act (attic epic doric) ἀνά , ἀπό λακάω burst asunder pres inf act (attic epic doric ionic) ἀναπλᾱκεῖν , ἀνά , ἀπό λακέω pres inf act (attic epic doric) ἀναπλᾱκεῖν , ἀνά , ἀπό ληκέω crack pres inf act (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσκω — (Α) 1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.) 2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.) 4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ… … Dictionary of Greek