- ἀπο-θαῤῥύνω
ἀπο-θαῤῥύνω, ermuthigen, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θαῤῥύνω, ermuthigen, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ενθαρρύνω — δίνω θάρρος, εμψυχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θαρρύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek