- παρά-λυτος
παρά-λυτος, an einer Seite gelähmt, übh. entkräftet, ermattet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρά-λυτος, an einer Seite gelähmt, übh. entkräftet, ermattet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… … Dictionary of Greek