- ἀπο-θέσιμος
ἀπο-θέσιμος, zum Aufbewahren, Beiseitlegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-θέσιμος, zum Aufbewahren, Beiseitlegen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek