- ἀπο-λάκημα
ἀπο-λάκημα, τό, das Schnippchen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λάκημα, τό, das Schnippchen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λάκημα — λάκημα, το και γλάκημα, το, ατος 1. η γρήγορη φυγή. 2. μτφ., η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή από ιδιοτέλεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάκημα — το (AM λάκημα) [λακώ] νεοελλ. 1. γλάκημα, φευγάλα, δρομαία φυγή 2. μτφ. η απάρνηση φρονήματος από φόβο ή ιδιοτέλεια αρχ. 1. τμήμα πράγματος, το οποίο έχει αποσπαστεί από άλλο 2. φρ. «ὄρους λάκημα» ρήγμα όρους, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με… … Dictionary of Greek