- ἀπο-λάζυμαι
ἀπο-λάζυμαι, = ἀπολαμβάνω, inf. pr., Eur. Hel. 916.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λάζυμαι, = ἀπολαμβάνω, inf. pr., Eur. Hel. 916.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προσλάζυμαι — Α (αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + λάζυμαι, ιων. τ. τού λάζομαι* «λαμβάνω, δράττομαι»] … Dictionary of Greek