ἀπο-λάμπω

ἀπο-λάμπω

ἀπο-λάμπω, abglänzen, zurückstrahlen, αἰχμῆς ἀπέλαμπε, es strahlte von der Lanzenspitze, Il. 22, 319; ἀστὴρ ἃς ἀπέλαμπεν, glänzte wie ein Stern, Od. 15, 108 Iliad. 19, 381. 6, 295; χάρις δ' ἀπελάμπετο πολλή Od. 18, 298 Iliad. 14, 183, Homerisch med. statt des act.; ὁ νηὸς χρυσοῦ ἀπολάμπεται Luc. Dea Syr. 30; Hes. Th. 583. Sp. brauchen es auch transit., αὐγὴν ἀπολάμπειν, Glanz ausstrahlen, Luc. Dom. 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… …   Dictionary of Greek

  • αιθήρ ή αιθέρας — (από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα.… …   Dictionary of Greek

  • γάνυμαι — (Α) λάμπω από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη τής επικής μτχ. γαίων (πρβλ. γαίω) πιστοποιεί την παρουσία ενός έρρινου ενθήματος ν και ενός επιθήματος υ στο ρ. γά ν υ μαι. Πρόκειται δηλ. για αρχαϊκό ενεστώτα που συνδέεται με το γαύρος*, γηθώ. Η λ. από την …   Dictionary of Greek

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • φλέγω — ΝΜΑ 1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.) 2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τόν φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.) νεοελλ. 1. μέσ. φλέγομαι μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη… …   Dictionary of Greek

  • αίθω — αἴθω (Α) 1. ανάβω, καίω (χρησιμοποιείται μόνο σε ενεστ. και παρατ.) 2. (αμτβ.) φλέγομαι, λάμπω 3. παθ. φλέγομαι, καίγομαι (στον Όμηρο μόνο στη μετοχή: «πυρὸς μένος αἰθομένοιο») 4. Στη Μυκην. η λ. μαρτυρείται έμμεσα από την ύπαρξη κυρίου ονόματος… …   Dictionary of Greek

  • φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • χλιαίνω — ΝΜΑ νεοελλ. (ιδίως σχετικά με υγρά) καθιστώ κάτι χλιαρό μσν. αρχ. θερμαίνω, ζεσταίνω («χλίανε ἐπ ἀνθράκων ἕως ἄν συνεψηθῇ», Διοσκ.) αρχ. 1. καθιστώ κάτι μαλακό με θερμότητα («τὴν σελήνην ἠρέμα χλιαίνουσαν ἀνυγραίνειν τὰ σώματα», Πλούτ.) 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • χλωρός — ή, ό / χλωρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (για φυτό ή βλαστό) αυτός που έχει βλαστήσει ή που μόλις έχει κοπεί, που είναι ακόμη πράσινος και τρυφερός (α. «τού δὲντρου τα κλαδιά χλωρά / πυκνά», Παλαμ. β. «χλωρὸν ἄνθος», Διοσκ.) 2. αυτός που έχει το χρώμα τών… …   Dictionary of Greek

  • δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”