ἀπο-θηλασμός

ἀπο-θηλασμός

ἀπο-θηλασμός, , das Aussaugen, Diosc.; von ἀποϑηλάζω, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θηλασμός — Η πρώτη μορφή διατροφής των νεογνών του ανθρώπου και γενικότερα των θηλαστικών ζώων. Οι τρόποι και η διάρκεια του θ. ποικίλλουν ανάλογα με τα διάφορα είδη. Κατά τη διάρκεια της κύησης, ο μαστός ή μαζικός αδένας υφίσταται μεταβολές από την… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • πρόβατο — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό του γένους Όβις. Όπως συνέβη και με τη γίδα, το π. έγινε κατοικίδιο, τουλάχιστον στην Ασία, από τους προϊστορικούς χρόνους. Αν και δεν είναι γνωστό από ποια άγρια είδη προήλθαν οι διάφορες φυλές των π. που εκτρέφονται… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …   Dictionary of Greek

  • αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… …   Dictionary of Greek

  • δελφίνι — (delphinus delphis).Θηλαστικό της οικογένειας των δελφινιδών, της τάξης των κητωδών. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές, όμοιο με ψαριού. Μπορεί να φτάσει τα 2,5 μ. σε μήκος. Στη ράχη του φέρει ένα πτερύγιο σε σχήμα δρέπανου. Τα μπροστινά άκρα του… …   Dictionary of Greek

  • ελέφαντας, θαλάσσιος — Πτερυγόποδο θηλαστικό της οικογένειας των φωκιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Το σώμα του είναι ατρακτοειδές και έχει μήκος 6 7 μ. στο αρσενικό και περίπου 4 μ. στο θηλυκό. Το βάρος του φτάνει τους 3 και 1,5 τόνους αντίστοιχα. Η αξιοσημείωτη… …   Dictionary of Greek

  • τίγρη — (panthera tigris). Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων, είναι ο μεγαλύτερος ζωντανός εκπρόσωπος. Τα αρσενικά, περισσότερο ανεπτυγμένα, έχουν ύψος έως το ακρώμιο περίπου ένα μ., μπορούν να φτάσουν συνολικό μήκος… …   Dictionary of Greek

  • βυζί — το (Μ βυζίον και βυζίν) ο μαστός των ανθρώπων και των Θηλαστικών (γενικότερα) νεοελλ. 1. ο θηλασμός 2. το μητρικό γάλα 3. οτιδήποτε μοιάζει με μαστό ή θηλή (όπως π. χ. οι θηλές του χταποδιού) 4. πηγή από την οποία προέρχονται οφέλη, κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”