- ἀπο-λαιμίζω
ἀπο-λαιμίζω, die Kehle abschneiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λαιμίζω, die Kehle abschneiden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπολαιμίζει — ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind mp 2nd sg ἀπό λαιμίζω cut the throat pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek