- ἀπο-λαιμο-τόμος
ἀπο-λαιμο-τόμος, die Kehle abschneidend? ἀπολαιμότομος, dem die Kehle abgeschnitten, v. l. Eur. Hec. 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λαιμο-τόμος, die Kehle abschneidend? ἀπολαιμότομος, dem die Kehle abgeschnitten, v. l. Eur. Hec. 208.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λαιμητόμος — ο (Α λαιμητόμος, ον) νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η λαιμητόμος μηχανή εφοδιασμένη με πολύ βαρύ μαχαίρι που πέφτει από ψηλά, με την οποία γινόταν ο αποκεφαλισμός τών καταδικασμένων σε θάνατο, καρμανιόλα, γκιλοτίνα αρχ. αυτός που κόβει τον λαιμό, που… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
δειροτομώ — δειροτομῶ ( έω) (AM) κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. *δειροτόμος (< δειρή + τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο] … Dictionary of Greek