ἀπο-λακτίζω

ἀπο-λακτίζω

ἀπο-λακτίζω, mit den Füßen ausschlagen, Luc. Asin. 18; von sich stoßen, verschmähen, ὕπνον Aesch. Eum. 136; λέχος Prom. 654; Sp.; τὰ καλά Plut. Ant. 36, 6; vgl. Plat. bei D. L. 5, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λάκτις — λάκτις, ιος, ἡ (Α) κόπανος, γουδοχέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λάκτης < λάζω ή πρόκειται για υποχωρητ. σχηματισμό από λακτίζω] …   Dictionary of Greek

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • περιλακτίζω — Α λακτίζω από παντού, χτυπώ κλοτσώντας από όλες τις πλευρές, ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λακτίζω «χτυπώ με το πόδι, κλοτσώ»] …   Dictionary of Greek

  • λαχτάρα — η (Μ λακτάρα) νεοελλ. 1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω») 2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της») 3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα,… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λακτοκοπίζω — και λακτοκοπώ (Μ) ποδοπατώ ή κλοτσώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λακτοκοπώ < θ. λακτ τού λάξ (πρβλ. λακτίζω) + κοπῶ < κόπος < κόπτω (πρβλ. ιδρο κοπώ, ξυλο κοπώ). Ο τ. λακτοκοπίζω είναι υποχωρητ. σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐ λακτοκόπησα τού… …   Dictionary of Greek

  • λακτώ — (Μ λακτῶ, έω) κλοτσώ μσν. μτφ. βάζω στην άκρη, παραμερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμ. ενεστ. τού λακτίζω από τον αόρ. ἐλάκτισα, που συνέπιπτε φωνητικώς με τον αόρ. τών ρημάτων σε ῶ] …   Dictionary of Greek

  • λαξ — (Α λάξ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «πυξ και λαξ» ή «πυξ λαξ» με γροθιές και με κλοτσιές («πυξ λαξ τόν έδιωξαν από το σπίτι») αρχ. με το πόδι, με τη φτέρνα (α. «λὰξ ἐν στἡθεσι βὰς ἐξέσπασε μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ. β. «ἀθέῳ ποδὶ λὰξ ἀτίσης», Αισχύλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πληκτίζομαι — Α 1. διαπληκτίζομαι, φιλονικώ («αργάλεον δὲ πληκτίζεσθ ἀλόχοισι Διός», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπάω με τα χέρια μου το στήθος θρηνολογώντας, στηθοδέρνομαι («κόμην τίλλουσα γόῳ πληκτίζετο μήτηρ», (Ανθ. Παλ.) 3. μτφ. κάνω ζωηρά ερωτικά παιχνίδια, σεξουαλικές …   Dictionary of Greek

  • τσινώ — και τζινώ και τσινάω και τζινάω Ν 1. (για υποζύγιο) α) λακτίζω, κλοτσώ β) αγριεύω 2. μτφ. (για πρόσ.) α) (μτβ.) εξοργίζω κάποιον β) (αμτβ.) εξοργίζομαι, δυσανασχετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάζω, με μαλάκωμα τού τ πριν από το ι (πρβλ. κλημα τσ ίδα <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”