- ἀπο-λαμπρύνω
ἀπο-λαμπρύνω, berühmt machen; wohl nur pass., berühmt werden, ἔργοις Her. 1, 41. 6, 70; B.A. λαμπρὸς καὶ δόκιμος ἐγένετο. – Sp., φωνήν, die Stimme hell machen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λαμπρύνω, berühmt machen; wohl nur pass., berühmt werden, ἔργοις Her. 1, 41. 6, 70; B.A. λαμπρὸς καὶ δόκιμος ἐγένετο. – Sp., φωνήν, die Stimme hell machen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… … Dictionary of Greek
λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… … Dictionary of Greek
επιφλέγω — ἐπιφλέγω (Α) [φλέγω] 1. κατακαίω, πυρπολώ («πῡρ... ἐπιφλέγει ἄσπετον ὕλην», Ομ. Ιλ.) 2. θερμαίνω, φλέγω, πυρώνω 3. μτφ. εξάπτω, παροτρύνω, προτρέπω («σάλπιγξ δ’ ἀϋτῇ πάντ’ ἐκεῑν’ ἐπέφλεγεν», Αισχύλ.) 4. ανάβω, εξάπτω από έρωτα («Λαΐς ἐπιφλέγει… … Dictionary of Greek
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek
συνεπικοσμώ — έω, A κοσμώ κάτι ακόμη ή από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικοσμῶ «διακοσμώ επί πλέον, λαμπρύνω»] … Dictionary of Greek