- παρ-άλπιος
παρ-άλπιος, an den Alpen wohnend, Plut. Aem. Paull. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-άλπιος, an den Alpen wohnend, Plut. Aem. Paull. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεράλπιος — και ὑπεράλπειος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πέρα από τις Άλπεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + άλπιος / άλπειος (< Ἄλπεις), πρβλ. παρ άλπιος] … Dictionary of Greek
Άλπις — Ἄλπις, η (Α) (συνήθως στον πληθυντικό) οι Άλπεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Alpis «τόπος διά του οποίου γινόταν το πέρασμα τών Ιουλίων Αλπεων». ΠΑΡ. αρχ. μσν. Ἄλπιος νεοελλ. άλπειος, αλπικός. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλπαναβάτης, αλπειβάτης, αλπειοβακτηρία] … Dictionary of Greek