ἀπο-λιχμάζω

ἀπο-λιχμάζω

ἀπο-λιχμάζω, = folgdm, Opp. Cyn. 2, 175 in tmesi.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

  • λιμάζω — και λιμάσσω και λαμάζω (Μ λιμάζω και λιμάσσω) 1. κατέχομαι από μεγάλη πείνα, πεινώ πολύ 2. λιμοκτονώ, πεθαίνω από πείνα 3. (ο τ. λαμάζω) (μτβ.) επιθυμώ πολύ κάποια τροφή, λιγουρεύομαι («είδα τα φρούτα και τά λάμαξε η καρδιά μου») 4. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”