- ἀπο-λόγημα
ἀπο-λόγημα, τό, Vertheidigungsgrund, Plat. Crat. 436 c u. Sp., wie Plut. Lyc. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λόγημα, τό, Vertheidigungsgrund, Plat. Crat. 436 c u. Sp., wie Plut. Lyc. 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξενολόγημα — το λέξη ή φράση που προέρχεται από ξένη γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + λόγημα (< λογώ), πρβλ. αστειο λόγημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Π. Κοδρικά] … Dictionary of Greek
χαριτολόγημα — το, Ν χαριτωμένος και ευφυής λόγος, ευφυολόγημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + λόγημα (< λογώ*), πρβλ. ευφυο λόγημα. Η λ., στον πληθ. χαριτολογήματα, μαρτυρείται από το 1881 στον Ειρ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
γραολόγημα — το η γραολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + λόγημα < λογώ. Η λ. γραολογήματα πληθ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χονδρολόγημα — το, Ν απρεπής, ανάρμοστος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + λέγω (πρβλ. ευφυϊο λόγημα) Η λ., στον πληθ. χονδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek