- ἀπο-λυτικός
ἀπο-λυτικός, befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-λυτικός, befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
ηλεκτρολυτικός — ή, ό 1. αυτός που παράγεται με την ηλεκτρόλυση ή που αναφέρεται στην ηλεκτρόλυση 2. αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά τού ηλεκτρολύτη 3. φρ. τεχνολ. «ηλεκτρολυτική συσκευή» συσκευή μέσα στην οποία γίνεται η ηλεκτρόλυση. επίρρ... ηλεκτρολυτικώς και … Dictionary of Greek