- ἀ-πλησίαστος
ἀ-πλησίαστος, unnahbar, Schol. Soph. Ai. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-πλησίαστος, unnahbar, Schol. Soph. Ai. 247.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλησιαστός — ή, όν, Α [πλησιάζω] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλησιάσει, προσιτός … Dictionary of Greek
πλησιαστοί — πλησιαστός approachable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιασταί — πλησιαστής neighbour masc nom/voc pl πλησιαστός approachable fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιαστάς — πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc acc pl πλησιαστά̱ς , πλησιαστής neighbour masc nom sg (epic doric aeolic) πλησιαστά̱ς , πλησιαστός approachable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)