ἀπο-θρῑάζω

ἀπο-θρῑάζω

ἀπο-θρῑάζω, eigtl. Feigenblätter abschneiden; übh. abstutzen, πέος ἀποτεϑρίακε Ar. Ach. 158, mit der v. l. ἀποτέϑρακεν, die auch in den Schol. auf οἱ Θρᾷκες zurückgeführt ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θριάζω — (Α) 1. κατέχομαι από μαντική, έκσταση, προφητεύω, μαντεύω 2. μαζεύω φύλλα συκιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί, με τη σημ. «ενθουσιάζω, προφητεύω» και < θρίον, με τη σημ. «συλλέγω φύλλα συκιάς»] …   Dictionary of Greek

  • αποθριάζω — ἀποθριάζω (Α) 1. μαδώ τα φύλλα της συκιάς 2. ειρων. ευνουχίζω (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + θριάζω < θρίον «φύλλο συκιάς»] …   Dictionary of Greek

  • θριαί — θριαί, αἱ (Α) 1. οι νύμφες τού Παρνασσού, τροφοί τού Απόλλωνος 2. οι ψήφοι, τα χαλικάκια με τα οποία γινόταν η μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. συνδέθηκε από τους αρχαίους με τα θρίαμβος, το αριθμητ. τρεις και, τέλος, με το θρία «φύλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”