ἀπο-θρύπτω

ἀπο-θρύπτω

ἀπο-θρύπτω, ganz zerreiben, verweichlichen, τὰς ψυχὰς συγκεκλασμένοι καὶ ἀποτεϑρυμμένοι Plat. Rep. VI, 495 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω …   Dictionary of Greek

  • τρυφή — η, ΝΜΑ 1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.) 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία μσν. αρχ. χαρά, ευχαρίστηση αρχ. 1. η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα …   Dictionary of Greek

  • άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] …   Dictionary of Greek

  • διαθρύπτω — (AM) [θρύπτω] 1. καταθρυμματίζω, κατασυντρίβω, κάνω θρύψαλα 2. (για ψωμί) διανέμω σε τεμάχια αρχ. 1. κολακεύω 2. μέσ. διαθρύπτομαι κορδώνομαι, καμαρώνω, κολακεύομαι 3. παθ. διαφθείρομαι από κολακείες, χλιδή κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • θραύω — (ΑΜ θραύω) αποχωρίζω βίαια τα μόρια ενός σκληρού σώματος, σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω, τσακίζω αρχ. 1. εξασθενώ, αδυνατίζω, καταβάλλω 2. λυπάμαι για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός και εκφραστικός τ., τού οποίου το φωνήεν α είναι δυσερμήνευτο.… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοθρυψία — η ιατρ. η σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για διευκόλυνση τής εξαγωγής του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cepholotripsy < cephalo (πρβλ. κεφαλ[ο] *) + tripsy (πρβλ. θρυψία < θρύπτης < θρύπτω)] …   Dictionary of Greek

  • κρανιοθρυψία — η ιατρ. σύνθλιψη τής κεφαλής νεκρού εμβρύου για εξαγωγή του από τη μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cranioclasie < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + clasie (< κλάσις < κλώ «σπάζω»). Το β συνθετικό αποδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • οινόθρυπτος — οἰνόθρυπτος και δ. γρφ. αἰνόθρυπτος, ον (Α) αυτός που έχει εκθηλυνθεί ή έχει αδύνατο το σώμα από το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, κομματιάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • περιθρύπτω — Α κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”