ἀπο-νίζω

ἀπο-νίζω

ἀπο-νίζω, poet. u. Sp. wie Plut. Phoc. 18 auch ἀπονίπτω (s. νίζω), abwaschen, ἀπονίζουσα Od. 23, 75; ὕδατι νίζοντες ἄπο βρότον Iliad. 7, 425; Plat. Conv. 175 a; ἀπονίζῃ Ar. Vesp. 608; ἀπονίψατε Od. 19, 317; ἀπονίψαντες βρότον ἐξ ὠτειλέων 24, 189. – Häufiger med., sich reinigen von etwas, χρῶτ' ἀπονί. πτεσϑαι Od. 18, 179; ἱδρῶ πολλὸν ἀπενίζοντο [mit langem ε] Il. 10, 572; χρῶτ'ἀπονιψαμένη Od. 18, 172; ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε 22, 478; oft abs., sich waschen, ἀπονενίμμεϑα (nach der Mahlzeit, wie Poll. u. Ath. IX, 408 f auch bemerken) Ar. Vesp. 1217; vgl. Eccl. 419; ἀπονίψομαι Av. 1163; ἀπονιψάμενος Plat. Conv. 223 d, u. Sp.; τὸν πηλὸν ἀπονιψάμενοι τῶνποδῶν, sich den Schmutz von den Füßen abwaschen, Plut. Symp. 1, 2, 3; τὸν ὕπνον Luc. amor. 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εξαπονίζω — ἐξαπονίζω (Α) ξεπλένω καλά («λέβηθ ἕλε..., τῷ πόδας ἐξαπένιζεν» έπιασε μια λεκάνη στην οποία έπλενε τα πόδια, Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απο νίζω «ξεπλένω» (< από + νίζω «πλένω»)] …   Dictionary of Greek

  • ευαπόνιπτος — εὐαπόνιπτος, ον (Α) αυτός που εύκολα απονίπτεται, καθαρίζεται, εξαλείφεται, ο ευεξάλειπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο νίζω ή μτγν. απο νίπτω «εκπλύνω»] …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”