- ἀπο-νίσσομαι
ἀπο-νίσσομαι, weggehen, Theogn. 528; Ap. Rh. 3, 899.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-νίσσομαι, weggehen, Theogn. 528; Ap. Rh. 3, 899.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νίσσομαι — και νίσομαι (Α) 1. επιστρέφω, γυρίζω («οἴκαδε νισσόμεθα κενεὰς, σὺν χεῑρας ἔχοντες», Ομ. Οδ.) 2. πορεύομαι, πηγαίνω, αποχωρώ, απέρχομαι («ἐπί νηῶν νίσσομαι» πορεύομαι διά θαλάσσης, ταξιδεύω με πλοίο, Ησιόδ.) 3. φρ. «οὐρανόθεν νίσομαι» κατεβαίνω… … Dictionary of Greek
κατανίσσομαι — (Α) 1. κατέρχομαι από κάποιο μέρος 2. πηγαίνω σε κάποιο μέρος 3. διέρχομαι από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
παρανίσσομαι — Α διέρχομαι δίπλα από έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
περινίσσομαι — Α 1. περιέρχομαι, πηγαίνω από χέρι σε χέρι («κυλίκων περινισσομένων», Ορφ.) 2. (για χρόνο) επανέρχομαι κανονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»] … Dictionary of Greek
προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… … Dictionary of Greek