- ἀπο-μηνίω
ἀπο-μηνίω, fortzürnen, Hom. Iliad. 2, 772. 7, 230. 9, 426. 19, 62 Od. 16, 378, τινί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μηνίω, fortzürnen, Hom. Iliad. 2, 772. 7, 230. 9, 426. 19, 62 Od. 16, 378, τινί
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνίω — (Α μηνίω και δωρ. τ. μανίω) [μήνις] κατέχομαι από επίμονη οργή, εξακολουθώ να είμαι οργισμένος εναντίον κάποιου, μνησικακώ, πνέω μένεα εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
μνειώνομαι — (Μ) αισθάνομαι τον εαυτό μου μειωμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ, συνδέεται πιθ. με μειοῦμαι «αισθάνομαι μειωμένος» και ίσως να έχει δεχθεί επίδραση από τα: μῆνις, μηνίω, μηνιῶ] … Dictionary of Greek