- ἀπο-μηκύνω
ἀπο-μηκύνω, in die Länge ziehen, λόγον Plat. Soph. 217 d; vgl. Prot. 336 c; Sp.; πρᾶγμα Luc. Hermot. 67; pass. αἰγιαλὸς ἀπομηκύνεται Luc. D. Mar. 1, 2, erstreckt sich in die Länge.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μηκύνω, in die Länge ziehen, λόγον Plat. Soph. 217 d; vgl. Prot. 336 c; Sp.; πρᾶγμα Luc. Hermot. 67; pass. αἰγιαλὸς ἀπομηκύνεται Luc. D. Mar. 1, 2, erstreckt sich in die Länge.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek