- ἀπο-μοχλεύω
ἀπο-μοχλεύω, weghebeln, mit dem Hebel wegschaffen, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μοχλεύω, weghebeln, mit dem Hebel wegschaffen, Mathem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek