ἀ-πημοσύνη

ἀ-πημοσύνη

ἀ-πημοσύνη, , Unverletztheit, Gesundheit, Theogn. 736; Ep. ad. 313 (App. 372).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πημοσύνη — ἡ, Α η πημονή*, συμφορά, δυστύχημα, πάθημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῆμα + κατάλ. σύνη (πρβλ. οικτο σύνη)] …   Dictionary of Greek

  • πημοσύναις — πημοσύνη fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοσύνην — πημοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πημοσύνας — πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem acc pl πημοσύνᾱς , πημοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”