- ἀπο-νηστεύω
ἀπο-νηστεύω, = ἀπονηστίζομαι, die Fasten halten, Clem. Al.; aufhören zu fasten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-νηστεύω, = ἀπονηστίζομαι, die Fasten halten, Clem. Al.; aufhören zu fasten, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… … Dictionary of Greek
νηστεύω — νήστεψα 1. δεν τρώω, μένω νηστικός. 2. απέχω από ορισμένες τροφές που ορίζει η Eκκλησία: Νηστεύει γιατί θα κοινωνήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονηστεύετε — ἀπό νηστεύω fast pres imperat act 2nd pl ἀπό νηστεύω fast pres ind act 2nd pl ἀπό νηστεύω fast imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηστεῦσαι — ἀπό νηστεύω fast aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονηστεύσαντες — ἀπό νηστεύω fast aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιοθοδωρίζω — (από το όνομα τού αγίου Θεοδώρου τού Τήρωνος, τού οποίου η ανάμνηση θαύματος γιορτάζεται με κόλλυβα το Σάββατο τής α΄ εβδομάδας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής) 1. νηστεύω τις τρεις πρώτες μέρες τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, δηλ. από την Καθαρή Δευτέρα ώς … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
ενατίζω — ἐνατίζω (Μ) νηστεύω ώς την ένατη ώρα από την ανατολή τού ηλίου, δηλ. ώς την τρίτη μεταμεσημβρινή ώρα … Dictionary of Greek
επινηστεύω — ἐπινηστεύω (AM) 1. νηστεύω κι εγώ μετά από κάποιον άλλον 2. παρατείνω τον χρόνο τής νηστείας … Dictionary of Greek