- ἀπο-μηρύομαι
ἀπο-μηρύομαι, ab-, herausziehen, ἰχϑὺν βυϑῶν ἀπομηρύσασϑαι Opp. Cyn. 1, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μηρύομαι, ab-, herausziehen, ἰχϑὺν βυϑῶν ἀπομηρύσασϑαι Opp. Cyn. 1, 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπομηρύσασθαι — ἀπομηρύ̱σασθαι , ἀπό μηρύομαι draw up aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… … Dictionary of Greek