- ἀπο-δέρω
ἀπο-δέρω, das Fell abziehen, τινά τι Her. 5, 25 u. öfter, wie Xen. An. 3, 5, 9; Plut. qu. nat. 3; ἀπέδειρα Theocr. 25, 278; abschälen, ἄμοργιν Ar. Lys. 739; vgl. 953, im obscönen Sinne. S. ἀποδαίρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δέρω, das Fell abziehen, τινά τι Her. 5, 25 u. öfter, wie Xen. An. 3, 5, 9; Plut. qu. nat. 3; ἀπέδειρα Theocr. 25, 278; abschälen, ἄμοργιν Ar. Lys. 739; vgl. 953, im obscönen Sinne. S. ἀποδαίρω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… … Dictionary of Greek
θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… … Dictionary of Greek
ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β … Dictionary of Greek
δαρτός — ή, ό (AM δαρτός, ή, όν) νεοελλ. 1. δαρμένος, ξυλοκοπημένος 2. (για τη βροχή) ραγδαία («πιάνει μια δαρτή βροχή, νεροποντή σωστή») 3. (για το γάλα, τα αβγά κ.λπ.) όποιος έχει υποστεί έντονη ανατάραξη κατά την επεξεργασία του («δαρτό γάλα») μσν. φρ … Dictionary of Greek
έρας — το (AM δέρας, Α και δέρος) φρ. δέρας ή «χρυσόμαλλον δέρας» το δέρμα τού μυθικού αρνιού με τις χρυσές τρίχες που μετέφερε τον Φρίξο και την Έλλη στην Κολχίδα αρχ. δέρμα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ένσιγμο ουσιαστικό δέρος (το) προέρχεται από το δέρω,… … Dictionary of Greek
ανεμόδαρτος — η, ο (Μ ἀνεμόδαρτος, ον) εκείνος που δέρνεται από τους ανέμους, ο εκτεθειμένος στους ανέμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + δαρτός < δέρω] … Dictionary of Greek
δάρτης — ο (AM δάρτης) [δέρω] αυτός που δέρνει ή μαστιγώνει νεοελλ. 1. γεωργικό εργαλείο με το οποίο χτυπούν τον καρπό τού καλαμποκιού για να αποσπάσουν τους σπόρους από τον ξυλώδη κώνο 2. όργανο με το οποίο αναταράσσεται το γάλα για αποβουτύρωση 3.… … Dictionary of Greek
δρέπω — (AM δρέπω, Α και δρέπτω) 1. (για φυτά, καρπούς κ.λπ.) κόβω, συλλέγω κάτι κόβοντάς το («δρέψατε πάλιν, ἐρασταὶ εὐδαίμονες, ναρκίσσους») 2. απολαμβάνω, αποκομίζω («έδρεψε δάφνες στους πολέμους») αρχ. μέσ. συλλέγω για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek