ἀπο-δημία

ἀπο-δημία

ἀπο-δημία, , der Aufenthalt außer Landes, das Verreis'tsein, ἐξ οἴκου Her. 6, 130; εἰς Ὀλυμπίαν Andoc. 4, 30; Plat. öfter, ἡ ἐκεῖ ἀπ. Phaed. 61 e.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δήμιος — ο (AM δήμιος, ο [ως ουσ.] Α και δήμιος, ον και δάμιος, ον και δάμιος, ία, ιον) ως ουσ. ο δημόσιος εκτελεστής τής θανατικής ποινής μσν. νεοελλ. αυτός που ταλαιπωρεί κάποιον υπερβολικά, ο βασανιστής νεοελλ. 1. ο φονιάς 2. αυτός που αποφασίζει και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”