- ἀπο-δοτήρ
ἀπο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, der Wiedergeber, Epicharm. E. M. 725, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δοτήρ, ῆρος, ὁ, der Wiedergeber, Epicharm. E. M. 725, 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνοδοτήρ — ξυνοδοτήρ, ῆρος, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που μοιράζει από κοινού σε όλους με αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + δοτήρ (< δίδωμι), πρβλ. ζωο δοτήρ, πλουτο δοτήρ] … Dictionary of Greek
σωτήρας — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (63 κάτ., υψόμ. 330), στην επαρχία Θάσου του νομού Καβάλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10 τ.χλμ., 401 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, η Σκάλα Σωτήρα (338 κάτ.,… … Dictionary of Greek
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
ζηνοδοτήρ — ζηνοδοτήρ, ό (Α) ο οιωνοσκόπος, αυτός που ερμηνεύει φαινόμενα εμπνευσμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζηνός, γεν. τού Ζευς*, + δοτήρ (< δίδωμι)] … Dictionary of Greek
ρύπτειρα — ἡ, Α ουσία που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό από ρύπους («ῥύπτειρα κονίη», Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το θηλ. ενός αμάρτυρου τ. *ῥυπτήρ (< ῥύπος + επίθημα τήρ / τειρα), πρβλ. δοτήρ: δότειρα] … Dictionary of Greek