δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
μα — (I) (AM μά) 1. μόριο, εισαγωγικό όρκου, το οποίο χρησιμοποιείται και σε περιπτώσεις έντονης διαμαρτυρίας και ακολουθείται από την αιτιατική τού ονόματος ή τού πράγματος που επικαλείται αυτός που ορκίζεται, και λαμβάνεται ως ομοτικό, δηλ.… … Dictionary of Greek
δάκρυμα — το (Α δάκρυμα) [δακρύω] νεοελλ. 1. το δακρυλόγημα («τού πεύκου τα δακρύματα») 2. η δακρύρροια, παθολογική κατάσταση τών ματιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή ροή δακρύων αρχ. 1. αυτό για το οποίο κλαίει κάποιος 2. το δάκρυ … Dictionary of Greek
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek