- ἀπο-διώκτρια
ἀπο-διώκτρια, ἡ, die Verfolgerin, Schol. Lyc. 360.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-διώκτρια, ἡ, die Verfolgerin, Schol. Lyc. 360.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τυχοδιώκτης — και τυχοδιώχτης, θηλ. τυχοδιώκτρια και τυχοδιώχτρια, και λόγιος τ. τυχοδιώκτις, ιδος, Ν 1. αυτός που επιζητεί την επιτυχία και, ιδίως, τον πλούτο με κάθε μέσο, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις 2. αριβίστας 3. απατεώνας, παλιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύχη +… … Dictionary of Greek