ἀπο-μαγδαλιά

ἀπο-μαγδαλιά

ἀπο-μαγδαλιά, , od. wohl richtiger ἀπομαγδαλία (ἀπομάσσω), bei Eusth. 1857, 12 ἀπομαγδαλίς, ein Stück Brot, woran man sich bei Tische die fettigen Hände abwischte, welches dann den Hunden vorgeworfen wurde, Ar. Equ. 413 Plut. Lyc. 12; vgl. Ath. IX, 409 c Alciphr. 3, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαγδαλιά — μαγδαλιά, ἡ (Α, Μ και μαγδαλέα) κομμάτι από ψίχα ψωμιού με το οποίο σκούπιζαν τα λίπη από τα δάχτυλα ή τα πιάτα μετά το φαγητό, απομαγδαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. απομαγδαλία] …   Dictionary of Greek

  • απομαγδαλία — ἀπομαγδαλία κ. ιά, η (AM ἀπομαγδαλίς) ψίχα ψωμιού με την οποία καθάριζαν τα χέρια τους μετά το δείπνο και την έριχναν στους σκύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απομαγδαλιά, όπως και το μτγν. μαγδαλιά, σχηματίστηκε κατά τα αρμαλιά, φυταλιά κ.ά., ως προς το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”