- ἀπο-δεικτικός
ἀπο-δεικτικός, zum Beweise gehörig, beweiskräftig, Arist. rhet. 2, 1 u. Sp., z. B. ἱστορία Pol. 2, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δεικτικός, zum Beweise gehörig, beweiskräftig, Arist. rhet. 2, 1 u. Sp., z. B. ἱστορία Pol. 2, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιδεικτικός — ή, ό (AM ἐπιδεικτικός, ή, όν) 1. κατάλληλος για επίδειξη 2. φρ. «ἐπιδεικτικοὶ λόγοι», «ἐπιδεικτικὸν εἶδος ρητορικής» έντεχνα ρητορικά εγκώμια, πανηγυρικοί λόγοι ή δικανικοί που προβάλλονταν από ρητοροδιδασκάλους νεοελλ. 1. αυτός που έχει την τάση … Dictionary of Greek