- ἀπο-δεσμεύω
ἀπο-δεσμεύω u. ἀπο-δεσμέω? anbinden an etwas, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-δεσμεύω u. ἀπο-δεσμέω? anbinden an etwas, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεσμεύω — (AM δεσμεύω) [δεσμός] 1. δένω 2. φυλακίζω 3. συγκρατώ, περιορίζω νεοελλ. 1. επιβάλλω σε κάποιον δέσμευση νομική ή ηθική με έγγραφο, υπόσχεση, όρκο κ.λπ. 2. «δεσμεύονται οι καταθέσεις» απαγορεύεται μετά από κρατική απόφαση η ανάληψη καταθέσεων με… … Dictionary of Greek
ἀποδεδέσμηνται — ἀπό δεσμέω undergo ankylosis perf ind mp 3rd pl ἀπό δεσμεύω fetter perf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδεσμουμένων — ἐν , ἀπό δεσμέω undergo ankylosis pres part mp fem gen pl (attic epic doric) ἐν , ἀπό δεσμέω undergo ankylosis pres part mp masc/neut gen pl (attic epic doric) ἐν , ἀπό δεσμεύω fetter pres part mp fem gen pl (attic epic doric) ἐν , ἀπό δεσμεύω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποδεσμεύων — ἐν , ἀπό δεσμεύω fetter pres part act masc nom sg ἐν ἀποδεσμεύω bind fast pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… … Dictionary of Greek
υποβάλλω — ὑποβάλλω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑββάλλω Α [βάλλω] θέτω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «υποβάλλω θεμέλια» β. «κάτω μὲν ὑποβαλεῑτε τῶν Μιλησίων ἐρίων», Εύβουλ. γ. «ὑπένερθε δὲ λίθ ὑπέβαλλεν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. θέτω υπό την κρίση ή την έγκριση κάποιου (α … Dictionary of Greek
αποδέω — (I) ἀποδέω (Α) δένω σφιχτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δέω (Ι) «δένω, δεσμεύω»]. (II) ἀποδέω (Α) 1. έχω έλλειψη από κάτι, χρειάζομαι κάτι 2. μειονεκτώ 3. διαφέρω 4. χάνω κάτι 5. φρ. «τοσοῡτον ἀποδέω τινός» τόσο απέχω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * +… … Dictionary of Greek
δεσμευτής — Υλικό που εμφανίζει έντονη χημική συγγένεια με άλλα υλικά. Το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων ατόμων ή μορίων από ένα περιβάλλον. Για παράδειγμα, το βάριο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να απομακρύνει… … Dictionary of Greek
ένοχος — η, ο (AM ἔνοχος, ον) 1. αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί για αξιόποινη πράξη («ένοχος κλοπής») 2. αυτός που έχει διαπράξει αθέμιτη ή αξιόποινη πράξη νεοελλ. 1. αθέμιτος, παράνομος («ένοχες σχέσεις») 2. ό,τι δείχνει ενοχή, καθετί ενοχοποιητικό… … Dictionary of Greek
ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… … Dictionary of Greek