ἀπο-μακρύνω

ἀπο-μακρύνω

ἀπο-μακρύνω, = ἀπομηκύνω, Sp.; τόποι ἀπομεμακρυσμένοι τοῦ ἡλίου, entfernt, Arist. plant. 2, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρύνω — αμτβ., για τους χρόνους βλ. μακραίνω,1. κάνω κάτι μακρύ, επιμηκύνω: Μάκρυνε το παντελόνι του. 2. απομακρύνω, διώχνω κάποιον μακριά: (Απο)μάκρυνε τα παιδιά από τη φωτιά. 3. (γραμμ.), μετατρέπω μια συλλαβή σε μακρόχρονη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • ξεμακραίνω — και ξεμακρύνω 1. απομακρύνω κάποιον από κάπου βαθμιαία («τόν ξεμακρύναμε από αυτήν τη γυναίκα») 2. απομακρύνομαι από κάπου σιγά σιγά 3. παύω να έχω σχέσεις, σταματώ να συναναστρέφομαι κάποιον («έχω ξεμακρύνει από τους φίλους μου») 3. (η μτχ. αρσ …   Dictionary of Greek

  • μακρύσιν — μακρύσιν, τὸ (Μ) μακρύ ξύλο, κυρίως το μακρύτερο από τα δύο ξύλα τού σταυρού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένο απρμφ. μέλλ. *μακρύσειν τού μακρύνω / μακρυνίσκω (πρβλ. κοντώσιν / κοντύσιν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”