- ἀπο-μαντεύομαι
ἀπο-μαντεύομαι, Dep. med., woraus ahnen, vermuthen, Plat. Lys. 216 d Soph. 205 c u. öfter; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-μαντεύομαι, Dep. med., woraus ahnen, vermuthen, Plat. Lys. 216 d Soph. 205 c u. öfter; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διαμαντεύομαι — (Α) [μαντεύομαι] (αποθ.) 1. ορίζω με χρησμό 2. προφητεύω μέσω άλλου 3. παίρνω χρησμό από μαντείο … Dictionary of Greek
ημερομαντεία — ἡμερομαντεία, ἡ (Α) το να μαντεύει κάποιος από την κατάσταση τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + μαντεία (< μαντεύομαι)] … Dictionary of Greek
κηρομαντεία — η μαντεία που γίνεται με επίσταξη κεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + μαντεία (< μαντεύομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Αθανάσιο Σταγειρίτη] … Dictionary of Greek
οττεύομαι — ὀττεύομαι (Α) 1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.) 2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.) 3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι 4. θεωρώ κάτι ως… … Dictionary of Greek